concurrent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

concurrent (en)

  1. ταυτόχρονος, σύγχρονος


      ενικός         πληθυντικός  
concurrent concurrents

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

concurrent (fr) αρσενικό

  1. ο ανταγωνιστής

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό concurrent concurrents
θηλυκό concurrente concurrentes

concurrent (fr)

  1. ανταγωνιστικός