concurrent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]concurrent (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
concurrent | concurrents |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]concurrent (fr) αρσενικό
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | concurrent | concurrents |
θηλυκό | concurrente | concurrentes |
concurrent (fr)