condensation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
condensation | condensations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]condensation (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
condensation | condensations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]condensation (fr) θηλυκό
- η συμπύκνωση
- (μεταφορικά) η υγρασία, η δροσιά
- il y a de la condensation sur les vitres - τα τζάμια έχουν υγρασία
- η συγκέντρωση ηλεκτρικών φορτίων σε έναν αγωγό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη condenser