condensation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
condensation condensations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

condensation (en)

  1. συμπύκνωση



      ενικός         πληθυντικός  
condensation condensations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

condensation (fr) θηλυκό

  1. η συμπύκνωση
  2. (μεταφορικά) η υγρασία, η δροσιά
    il y a de la condensation sur les vitres - τα τζάμια έχουν υγρασία
  3. η συγκέντρωση ηλεκτρικών φορτίων σε έναν αγωγό

Συγγενικά

[επεξεργασία]