conductivité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
conductivité conductivités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

conductivité (fr) θηλυκό