configure

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
configure < μέση αγγλική configure (αρχικά με κοινή σημασία της λατινικής) < λατινική configurare ‘σχηματοποιώ-διαμοφώνω βάση μοτίβου’ < con- ‘μαζί’ + figurare ‘σχηματοποιώ, δίνω μορφη’ (< figura ‘σχήμα ή μορφή’)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kənˈfɪɡə/

Ρήμα μεταβατικό

[επεξεργασία]

configure (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]