conforme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
conforme conformes

conforme (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Επίρρημα

[επεξεργασία]

conforme (pt)