confusion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
confusion < confuse + -ion

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

confusion (en)

  1. η σύγχυση
  2. η ανακατωσούρα
    I lost my glasses in the confusion.
    Στην ανακατωσούρα έχασα τα γυαλιά μου.
     συνώνυμα: commotion



      ενικός         πληθυντικός  
confusion confusions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

confusion (fr) θηλυκό