conjunction

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
conjunction < διαμέσου της παλιάς γαλλικής από τη λατινική coniūnctiō (ένωση, σύνδεση) < coniungere "ενώνω, συνδέω"

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

conjunction (en)

  1. ένωση, σύνδεση
  2. (γραμματική) σύνδεσμος
  3. (αστρονομία) σύνοδος
  4. (λογική) ο λογικός τελεστής της σύζευξης
  5. (λογική) η πρόταση που προκύπτει από το συνδυασμό δύο ή περισσότερων προτάσεων με τον λογικό τελεστή
  6. (απαρχαιωμένο) σεξουαλική συνεύρεση

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]