consecrate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | consecrate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | consecrates |
αόριστος | consecrated |
παθητική μετοχή | consecrated |
ενεργητική μετοχή | consecrating |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- consecrate < λατινική consecratus
Ρήμα
[επεξεργασία]consecrate (en)