considération

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
considération considérations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

considération (fr) θηλυκό

  1. η θεώρηση
  2. η εκτίμηση
  3. η υπόληψη