consignment

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
consignment consignments

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
consignment < consign + -ment

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

consignment (en)