console

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
console consoles

console (en)

  1. (έπιπλο) η κονσόλα
     συνώνυμα: console table
  2. η κονσόλα, η παιχνιδοκονσόλα
     συνώνυμα: video game console
  3. (πληροφορική) η κονσόλα, το απλό τερματικό υπολογιστή που απεικονίζει κείμενο
    συντομογραφία: (Microsoft) con, CON

Ρήμα[επεξεργασία]

  1. παρηγορώ



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

console (fr)