consolidate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας consolidate
γ΄ ενικό ενεστώτα consolidates
αόριστος consolidated
παθητική μετοχή consolidated
ενεργητική μετοχή consolidating

consolidate (en)

  1. εδραιώνω, παγιώνω
  2. ενοποιώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]