consommation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
consommation consommations

consommation (fr) θηλυκό

  1. η κατανάλωση
  2. το ποτό που παραγγέλνεται και καταναλώνεται σε νυχτερινό κέντρο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αλλόγλωσσα παράγωγα

[επεξεργασία]