continuité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
continuité < continu

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɔ̃.ti.nɥi.te/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
continuité continuités

continuité (fr) θηλυκό

  1. η διατήρηση, η διάρκεια
     συνώνυμα: constance, enchaînement, permanence, persistance
  2. η συνέχεια, η έλλειψη διακοπής
     συνώνυμα: maintien, perpétuation

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
 συνώνυμα: coupure, rupture, séparation

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη  continuer