continuum

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

continuum < λατινική continuum

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɔ̃.ti.ny.ɔm/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
continuum continuums

continuum (fr) αρσενικό