contrôlabilité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
contrôlabilité < contrôlable + -ité

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

contrôlabilité (fr) θηλυκό

  • η δυνατότητα να ασκηθεί έλεγχος σε κάτι