contract

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά 1

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
contract contracts
ΔΦΑ : /ˈkɑntɹækt/ (βρετανικό)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

contract (en)

  • το συμβόλαιο, η σύμβαση
    I’m working on contract for an indefinite duration.
    Δουλεύω με σύμβαση αόριστης διάρκειας.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • one-sided contract revision, unconscionable contract: για συμβόλαιο που τροποποιήθηκε μόνο από τον ένα συμβαλλόμενο

Προφορά 2

[επεξεργασία]
ενεστώτας contract
γ΄ ενικό ενεστώτα contracts
αόριστος contracted
παθητική μετοχή contracted
ενεργητική μετοχή contracting
ΔΦΑ : /kənˈtɹækt/ (βρετανικό)

contract (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) συστέλλω, σφίγγω, γίνομαι λιγότερο ή μικρότερος ή κάνω κάτι να γίνει λιγότερο ή μικρότερο
    Metals contract when they cool.
    Τα μέταλλα συστέλλονται όταν ψύχονται.
    I am contracting my muscles.
    Σφίγγω τους μυς μου.
  2. (μεταβατικό, επίσημο) κολλάω μεταδοτική αρρώστια, αρρωσταίνω
    I contract a disease by exposure to something contagious.
    Κολλάω αρρώστια λόγω έκθεσης σε κάτι μεταδοτικό.
     συνώνυμα:  catch, come down with και get
  3. (μεταβατικό) συμβάλλομαι, κάνω μια νομική συμφωνία με κάποιον για να δουλέψει για μένα ή να μου παρέχει μια υπηρεσία
    The engineers are contracted with the city.
    Οι μηχανικοί συμβάλλονται με την πόλη.