convergence

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

convergence (en)



      ενικός         πληθυντικός  
convergence convergences

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

convergence (fr) θηλυκό