coperta

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
coperta coperte

coperta (it)

  1. μάλλινο ύφασμα που φοριέται το βράδυ
  2. μέρος πολεμικού πλοίου
  3. κάλυμμα

Επίθετο

[επεξεργασία]

coperta (it)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]