cordialité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
cordialité cordialités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cordialité (fr) θηλυκό