corniaud

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
corniaud corniauds

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

corniaud (fr) αρσενικό

  1. το μπάσταρδο σκυλί
  2. ο χαζός, ο μπούφος