corona

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
corona coronas

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

corona (en)

  1. στέμμα ή στεφάνι που απένεμαν οι αρχαίοι Ρωμαίοι σε έναν νικητή
  2. το ηλιακό στέμμα



      ενικός         πληθυντικός  
corona corone

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

corona (it) θηλυκό



ενικός πληθυντικός
corona coronas

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

corona (es) θηλυκό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

corōna θηλυκό

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική corōna corōnae
γενική corōnae corōnārum
δοτική corōnae corōnīs
αιτιατική corōnam corōnās
κλητική corōna corōnae
αφαιρετική corōnā corōnīs
(α' κλίση)