corpse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
corpse corpses

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

corpse (en)

  • το πτώμα, η σορός
    The police found the corpse in a garage.
    Η αστυνομία βρήκε το πτώμα σ' ένα γκαράζ.