corpulence

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
corpulence < παλαιά γαλλική corpulence < λατινική corpulentia

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
corpulence < λατινική corpulentia

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɔʁ.py.lɑ̃s/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
corpulence corpulences