correspondance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
correspondance | correspondances |
correspondance (fr) θηλυκό
- η αλληλογραφία
- η αλληλοσύνδεση των γραμμών των μέσων κυκλοφορίας (τρένο, λεωφορείο, αεροπλάνο, κ.λπ.), η ανταπόκριση
- η αντιστοιχία