corrigenda

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
corrigenda < (λόγιο δάνειο) λατινική corrigenda, πληθυντικός του corrigendum • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

corrigenda ουδέτερο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]