cosmetic

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

cosmetic (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cosmetic cosmetics

cosmetic (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • cosmetic στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια