cosy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- cosy < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | cosy |
συγκριτικός | cosier |
υπερθετικός | cosiest |
cosy (en) (βρετανική γραφή)
- άνετος, αναπαυτικός, ευχάριστος
- ↪ The room seemed warm and cosy to me.
- Το δωμάτιο μου φάνηκε ζεστό και άνετο.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη comfortable
- ↪ The room seemed warm and cosy to me.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Άλλες γραφές
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cosy | cosies |
cosy (en) (βρετανική γραφή)
- το κάλυμμα το οποίο τοποθετείται σε ένα αντικείμενο για προστασία από ζημιά
- το κάλυμμα το οποίο τοποθετούμε σε ένα αντικείμενο για να το κρατήσουμε ζεστό
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | cosy |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cosies |
αόριστος | cosied |
παθητική μετοχή | cosied |
ενεργητική μετοχή | cosying |
cosy (en) (βρετανική γραφή)