count

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
count counts

count (en)

  1. μέτρημα, μέτρηση
  2. κόμης (εκτός Μεγάλη Βρετανία)
     συνώνυμα: earl

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
ενεστώτας count
γ΄ ενικό ενεστώτα counts
αόριστος counted
παθητική μετοχή counted
ενεργητική μετοχή counting

count (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]