coup d'envoi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
coup d'envoi → δείτε τις λέξεις coup και envoi

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
coup d'envoi coups d'envoi

coup d'envoi (fr) αρσενικό