coup de pied

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: cou-de-pied

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
coup de pied, → δείτε τις λέξεις coup και pied

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ku.dəˈpje/
Ομώνυμα / Ομόηχα: cou-de-pied

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
coup de pied coups de pied

coup de pied (fr) αρσενικό

  • η κλοτσιά
    il l'a menacé de lui donner un coup de pied
    τον απείλησε ότι θα τον κλοτσίσει

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]