coupe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Coupe

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
coupe < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική cope < υστερολατινική couppa < λατινική cupa.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
coupe coupes

coupe (fr) θηλυκό

  1. η κούπα
    distribue les coupes - μοίρασε τις κούπες
  2. το κύπελλο
    la coupe du monde - το παγκόσμιο κύπελλο

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
coupe < couper (κόβω, χτυπάω) < coup (χτύπημα) < παλαιά γαλλική colp / cop < δημώδης λατινική *colpus < λατινική colaphus < αρχαία ελληνική κόλαφος [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
coupe coupes

coupe (fr) θηλυκό

  1. η κουπ, το κόψιμο μαλλιών ή ρούχων, η κόμμωση
    elle s'est fait une belle coupe - έκανε μια όμορφη κόμμωση, έκοψε ωραία τα μαλλιά της
  2. η περικοπή
    des coupes budgétaires - περικοπές στον προϋπολογισμό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. κουπ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.