coupling

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

coupling (en)

  • ζεύξη, σύζευξη, συνταίριασμα, ταίριασμα, βρόχος συστημικής επικοινωνίας
    • φτιάξιμο (σχέσης)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

coupling (en)