coupole

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
coupole coupoles

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

coupole (fr) θηλυκό