courier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

courier (en)

  1. αγγελιοφόρος
  2. πρόσωπο που φροντίζει και οδηγεί ξένους, τουρίστες· ξεναγός