couveuse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
couveuse | couveuses |
couveuse (fr) θηλυκό
- η κότα που κλωσσά
- mère couveuse - μητέρα που φέρει το έμβρυο μιας άλλης γυναίκας
- couveuse artificielle - το επωαστήριο
- η θερμοκοιτίδα