covidiot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈkoʊˌvɪd.i.(j)ɪt/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
covidiot | covidiots |
covidiot (en)
- (νεολογισμός, μειωτικό, κορονοϊός) που συμπεριφέρεται με βλακώδη απρόσεκτο τρόπο και δεν τηρεί τα μέτρα προστασίας / περιορισμού της πανδημίας COVID-19