crème fraiche

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: crème fraîche

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
crème fraiche < crème + fraiche

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
crème fraiche crèmes fraiches

crème fraiche (fr) θηλυκό

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]