crédit-bail
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]crédit-bail (fr) αρσενικό
- (οικονομία) είδος δανείου στο τέλος του οποίου ο δανειζόμενος μπορεί να γίνει κάτοχος του αγαθού