créneau

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kʁe.no/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
créneau créneaus

créneau (fr) αρσενικό

  1. η πολεμίστρα
  2. το κενό