crépiter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]crépiter (fr)
- τρίζω, κροταλίζω, τραγανίζω
- le feu crépite - η φωτιά τρίζει
- les bulles du champagne crépitent - οι φυσαλίδες της σαμπάνιας τρίζουν