crépiter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
crépiter < λατινική crepitare

crépiter (fr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]