crétois
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- crétois <
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | crétois | crétois |
θηλυκό | crétoise | crétoises |
crétois (fr)