crêpe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
crêpe < επίθετο cresp < λατινική crispus

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kʁɛp/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
crêpe crêpes

crêpe (fr) θηλυκό

  1. το κρεπ, είδος υφάσματος
  2. το πένθος, κομμάτι μαύρου υφάσματος που φοριέται στο μανίκι
  3. λατέξ από καουτσούκ από το οποίο φτιάχνονται οι σόλες των παπουτσιών

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
crêpe crêpes

crêpe (fr) θηλυκό

  1. η κρέπα, η τηγανίτα
  2. (οικείο) το καπελάκι, το κασκέτο
  3. (οικείο) ηλίθιος, ανόητος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]