craft

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
craft crafts

craft (en)

  1. η τέχνη
  2. το επάγγελμα

Παράγωγα

[επεξεργασία]

craft (en)