crampe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
crampe < φραγκικά krampa

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kʁɑ̃p/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
crampe crampes

crampe (fr) θηλυκό