craquèlement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
craquèlement craquèlements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

craquèlement (fr) και craquellement αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]