cravate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
cravate < (άμεσο δάνειο) σερβοκροατική Hr̀vāt (Κροάτης), δείτε την Ετυμολογία «γραβάτα» < πρωτοσλαβική *xъrvat(in)ъ

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cravate cravates

cravate (fr) θηλυκό