crayon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

crayon < γαλλική crayon

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

crayon (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

crayon < craie + -on

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

crayon (fr), πληθυντικός crayons

Un crayon à papier - μολύβι (από γραφίτη).
Des crayons de couleur - μπογιές.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

stylo, feutre, plume, craie