credential
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kɹɪˈdɛnʃəl/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
credential | credentials |
credential (en)
- (συνήθως στον πληθυντικό) διαπιστευτήριο
- πιστοποιητικό