crinière

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
crinière crinières

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

crinière (fr) θηλυκό